- συμπεπλεγμένος
- συμπλέκωtwineperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπεπλεγμένως — ΝΑ επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο νεοελλ. με αλληλεξάρτηση αρχ. σε σύνδεση με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος τού συμπλέκω] … Dictionary of Greek
συνυφαίνω — ΝΜΑ παρεμβάλλω κάτι κατά την κανονική ύφανση, ενυφαίνω («πέπλος συνυφασμένος με νήματα χρυσού») νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνυφασμένος, η, ο μτφ. στενά συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο 2. φρ.… … Dictionary of Greek
σύνδετος — ον, Α [συνδέω] 1. συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», Σοφ.) 2. ο ενιαίος 3. ο συμπεπλεγμένος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδετον ο δεσμός 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σύνδετα τα σύνθετα πράγματα … Dictionary of Greek